- ἡδίων
- ἡδύςpleasantmasc/neut gen pl (doric)ἡδί̱ων , ἡδύςpleasantmasc/fem nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηδίων — ἡδίων, ον (Α) συγκριτ. τού ηδύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύς + κατάλ. συγκριτ. ίων (πρβλ. αισχ ίων, εχθ ίων)] … Dictionary of Greek
обычаи — ОБЫЧА|И (501), ˫А с. 1.Привычка, обыкновение: И слышѧштѧ гл҃ы нечисты. и обычѧ˫а пагѹбьны. раждизаюштѧ и распалѧюштѧ и въжизаюштѧ на блѹдъ. Изб 1076, 223; се бо и сиць обычаи имѧше блаженыи. ˫акоже многашьды въ нощи въста˫а. и отаи вьсѣхъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ήδιον — ἥδιον (Α) (επίρρ. συγκριτ. τού ἡδέως) βλ. ἡδύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρηματική χρήση τού ουδ. ήδιον τού συγκριτ. ηδίων τού ηδύς] … Dictionary of Greek
κρουστικός — ή, ό (Α κρουστικός, ή, όν) [κρούω] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην κρούση ή αυτός που ενεργεί με κρούση, επικρουστικός («κρουστικό όπλο» το κρουσιφλεγές όπλο) 2. φρ. φυσ. «κρουστικό κύμα» ισχυρό κύμα πίεσης το οποίο διαδίδεται σε κάθε… … Dictionary of Greek
su̯ād- — su̯ād English meaning: sweet Deutsche Übersetzung: ‘sũß; an etwas Geschmack, Freude finden” Material: 1. su̯üdu s ‘sweet”: O.Ind. svüdu , f. svüdvī ‘sweet, mellifluous”; Gk. ἡδύς, f. εῖα (* εFια), ύ, Dor. ἁδύς ‘sweet”; with… … Proto-Indo-European etymological dictionary